ταυτάριθμος

ταυτάριθμος
-η, -ο, Ν
αυτός που φέρει ή έχει τον ίδιο αριθμό με κάποιον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)-* + αριθμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1817 στον Κοσμά Οικονόμου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταυτάριθμος — η, ο αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό με άλλον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταυτ(ο)- — / ταὐτ(ο) , ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. ταὐτό(ν) «εντελώς το ίδιο» και δηλώνει ταυτότητα, απόλυτη ομοιότητα, ταύτιση (πρβλ. ταυτο βουλία, ταυτ ώνυμος), ισότητα (πρβλ. ταὐτο σθενής, ταὐτο συλλαβῶ) ή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”